- ἀνέκρινα
- ἀνέκρῑνα , ἀνακρίνωexamine closelyaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακρίνω — ανακρίνω, ανέκρινα (σπάν. ανάκρινα) βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής